Τι είναι η οστεοπόρωση
- Πληροφοριακά Στοιχεία
- Τελευταία ενημέρωση : Τετάρτη, 31 Αυγούστου 2016 10:32
Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από μείωση της οστικής πυκνότητας σε συνδυασμό με επιδείνωση της ποιότητας του οστού λόγω διαταραχής της μικροαρχιτεκτονικής του (1).
Η μικροαρχιτεκτονική του οστού είναι αυτή που του επιτρέπει να είναι ισχυρό αλλά και ελαστικό ταυτόχρονα έτσι ώστε να μπορεί να υποστηρίζει το σώμα αλλά και να μη σπάει εύκολα μετά από κάποιο τραύμα. Ως εκ τούτου η οστεοπόρωση είναι μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από αδύναμα και εύθραυστα οστά.
Η οστική μάζα αυξάνεται κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής και φτάνει το μέγιστο στην ηλικία των 20 -30 ετών. Η άσκηση και η πρόσληψη ασβεστίου κατά την παιδική ηλικία σε συνδυασμό με τους γενετικούς παράγοντες επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τη μέγιστη οστική πυκνότητα. Μετά από αυτή την ηλικία, μειώνεται και στα δύο φύλλα, παρουσιάζοντας μια επιταχυνόμενη απώλεια στις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση λόγω ανεπάρκειας οιστρογόνων. Έτσι, αν είστε γυναίκα πάνω από πενήντα, έχετε αρκετές πιθανότητες να παρουσιάσετε οστεοπόρωση στη διάρκεια της ζωής σας. Η πρόσληψη ασβεστίου μετά την ηλικία των 30 ετών σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με την ταχύτητα μείωσης της οστικής πυκνότητας με το πέρασμα της ηλικίας. Υπολογίζεται ότι περίπου μία στις δύο γυναίκες και ένας στους πέντε άνδρες θα υποστούν κάποιο οστεοπορωτικό κάταγμα κατά τη διάρκεια της ζωής τους (2).
Πολλά κατάγματα που προκαλούνται από την οστεοπόρωση μπορεί να προληφθούν.
Προδιαθεσικοί παράγοντες για οστεοπόρωση (3):
- Μη τροποποιήσιμοι
- Πρόωρη εμμηνόπαυση ή ιστορικό ακανόνιστων περιόδων
- Λευκή φυλή (τα άτομα με ανοιχτόχρωμο δέρμα διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο)
- Ιστορικό κατάγματος ως ενήλικας
- Οικογενειακό ιστορικό κατάγματος σε συγγενείς πρώτου βαθμού
- Προχωρημένη ηλικία
- Άνοια
- Απουσία εγκυμοσύνης
- Τροποποιήσιμοι
- Χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου
- Μειωμένη φυσική άσκηση
- Χαμηλό βάρος σώματος
- Κάπνισμα
- Υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
- Λήψη ορισμένων φαρμάκων όπως τα στεροειδή και τα αντι-επιληπτικά φάρμακα καθώς και η περίσσεια θυρεοειδικών ορμονών (φαρμακευτικός υπερθυρεοειδισμός). Επίσης, ορισμένα αντιόξινα και κάποια φάρμακα για το διαβήτη (πιογλιταζόνη) αυξάνουν τον κίνδυνο κατάγματος.
Επίσης υπάρχουν κάποιες καταστάσεις που προκαλούν ταχεία απώλεια οστού και οδηγούν σε οστά που είναι πιο εύθραυστα και πιο πιθανό να υποστούν κάταγμα. Οι καταστάσεις αυτές περιλαμβάνουν την ανεπάρκεια ασβεστίου και βιταμίνης D, ορισμένους τύπους καρκίνου, ορισμένα νοσήματα του ήπατος, ορισμένες ασθένειες του ενδοκρινικού συστήματος όπως διαταραχές της υπόφυσης και των επινεφριδίων και ο υπερθυρεοειδισμός. Ορισμένες διαταραχές των νεφρών, συμπεριλαμβανομένης εκείνης που χαρακτηρίζεται από απώλεια ασβεστίου από τα νεφρά και νεφρολιθίαση (πέτρες στα νεφρά) αλλά και ορισμένες φλεγμονώδης αρθρίτιδες, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι επίσης συνθήκες που μπορεί να συνδέονται με χαμηλή οστική μάζα.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης τίθεται με τη μέτρηση της οστικής πυκνότητας μέσω ενός μηχανήματος με τη μέθοδο DXA (μέτρηση απορρόφησης με ακτίνες Χ διπλής ενέργειας) η οποία σήμερα αποτελεί την πιο αξιόπιστη μέθοδο μέτρησης της οστικής πυκνότητας (4). Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας πρέπει να γίνεται τόσο στο ισχίο όσο και στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης. Όταν η τιμή του T-score στο ισχίο ή στην σπονδυλική στήλη είναι μικρότερη ή ίση του -2,5 τότε τίθεται η διάγνωση της οστεοπόρωσης ενώ όταν είναι από -1 έως -2,49 τότε πρόκειται για οστεοπενία (5).
Οι ενδείξεις για μέτρηση της οστικής πυκνότητας είναι οι ακόλουθες (6):
- Όλες οι γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών.
- Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 70 ετών.
- Πρώιμη εμμηνόπαυση (<45 ετών)
- Υπογοναδισμός
- Οικογενειακό ιστορικό οστεοπόρωσης
- Ακτινολογική ένδειξη οστεοπόρωσης (π.χ. σπονδυλικά κατάγματα)
- Ιστορικό κατάγματος χαμηλής βίας
- Παρουσία περισσότερων του ενός από τους ακόλουθους παράγοντες κινδύνου: Χαμηλό βάρος σώματος, κάπνισμα, αλκοολισμός, ακινησία, θεραπεία με στεροειδή
- Όσοι λαμβάνουν αντιοστεοπορωτική αγωγή ώστε να ελέγχεται η επάρκεια και η απαντιτικότητα στη θεραπεία.
- Όσοι χρήζουν παρακολούθησης διότι μία ενδεχόμενη έστω και ήπια επιδείνωση της οστικής πυκνότητας θα τους έκανε υποψήφιους λήψης αντιοστεοπορωτικής αγωγής
- Συνυπάρχουσα νόσος
- Ενδοκρινική (π.χ. υπερθυρεοεδισμός, υποφυσιακή ανεπάρκεια, υπερπαραθυρεοειδισμός, νόσος Cushing κ.α.).
- Γαστρεντερικού (π.χ. κοιλιοκάκη).
- Φλεγμονώδης (π.χ. ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος).
(1). World Health Organization. Assessment of fracture risk and its application to screening for postmenopausal osteoporosis. Report of a WHO study group. Geneva: World Health Organization; 1994. http://apps.who.int/iris/handle/10665/39142
(2). US Department of Health and Human Services. Bone health and osteoporosis: A Report of the Surgeon General. Rockville, MD: US Department of Health and Services, Office of the Surgeon General; 2004. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/books/NBK45513/
(3). Jacobs-Kosmin D. Osteoporosis: Medscape Reference. http://emedicine.medscape.com/article/330598-overview
(4). Dual Energy X ray Absorptiometry - Bone Mineral Densitometry. International Atomic Energy Agency. https://rpop.iaea.org/RPOP/RPoP/Content/InformationFor/HealthProfessionals/6_OtherClinicalSpecialities/DEXA/
(5). World Health Organization (WHO). WHO scientific group on the assessment of osteoporosis at primary health care level: summary meeting report. http://www.who.int/chp/topics/Osteoporosis.pdf
(6). Cosman F, de Beur SJ, LeBoff MS, et al. Clinician's Guide to Prevention and Treatment of Osteoporosis. Osteoporos Int. 2014; 25(10): 2359–2381. PMCID: PMC4176573. http://www.ncbi.nlm.nih.gov/pmc/articles/PMC4176573/
Νικόλαος Βάλβης Ενδοκρινολόγος στην περιοχή της Λάρισας